σεισμικός

σεισμικός
η , ό[ν] сейсмический;

σεισμική δόνηση — землетрясение; — подземный толчок


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σεισμικός" в других словарях:

  • σεισμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σεισμό ή αυτός που προέρχεται από σεισμό (α. «σεισμικό σύστημα» β. «σεισμική δόνηση» γ. «σεισμικό φαινόμενο») 2. φρ. α) «σεισμικά κύματα» γεωλ. καθεμιά από τις ταλαντώσεις που δημιουργούνται από έναν… …   Dictionary of Greek

  • σεισμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σεισμό ή προέρχεται απ αυτόν: Σεισμική δόνηση. – Σεισμικά κύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντισεισμικός — ή, ό αυτός που αντέχει στους σεισμούς ή που αποβλέπει στην πρόληψη καταστροφής από σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σεισμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σεισμικότητα — η, Ν [σεισμικός] (γεωφ.) το μέτρο τής συχνότητας τών σεισμών σε μια περιοχή, όπως είναι λ.χ. ο αριθμός τών σεισμών ανά έτος σε 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»